- ζωόφιλος
- -η, -οαυτός που αγαπά και προστατεύει τα ζώα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zoophilous < zoo- (πρβλ. ζω[ο]- [ΙΙ]*) + philous (πρβλ. φίλος). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζωόφιλος -η, -ο — αυτός που αγαπά τα ζώα: Ζωόφιλος άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… … Dictionary of Greek
σκοτόφιλος — η, ο, Ν 1. αυτός που αγαπά το σκοτάδι, που τού αρέσει το σκοτάδι 2. το αρσ. ως ουσ. ο σκοτόφιλος ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους νυχτερίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + φίλος (πρβλ. ζωόφιλος)] … Dictionary of Greek
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek
φιλόζωος — η, ο 1. αυτός που αγαπάει υπερβολικά τη ζωή του: Είναι φιλόζωος και φιλοτομαριστής. 2. αυτός που αγαπάει τα ζώα, ζωόφιλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)